- πάτταλος
- πάσσαλοςpegmasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάτταλος — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. πάσσαλος … Dictionary of Greek
паз — род. п. паза, укр. паз – то же, др. русск. пазъ, словен. ра̑z – то же, чеш., польск. раz наряду со словен. ра̑ž м. дощатая стена (из *pāzi̯os). Родственно греч. πήγνῡμι вбиваю, вколачиваю , πῆγμα остов, скрепление , πάγος ср. р. иней, мороз ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γηπάτταλος — γηπάτταλος, ο (Α) (κωμική λέξη τού Λουκ.) πάσσαλος τής γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. τού πάσσαλος*)] … Dictionary of Greek
πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ … Dictionary of Greek
πατταλίας — ὁ (για κερασφόρα ζώα) αυτός που έχει ίσια κέρατα, όμοια με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτταλος, αττ. τ. τού πάσσαλος + επίθημα ίας (πρβλ. στηθ ίας, ωμ ίας)] … Dictionary of Greek
pā̆ k̂ - and pā̆ ĝ - — pā̆ k̂ and pā̆ ĝ English meaning: to repair, strengthen Deutsche Übersetzung: “festmachen”, teils durch Einrammen (Pflock, Pfosten), teils durch Zusammenfũgen (Fuge; festgefũgt, kompakt, fest: partly also Fessel, Strick)… … Proto-Indo-European etymological dictionary